Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Ο Τσε Γκεβάρα για τη Γιουγκοσλαβία (1959)

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την πρώτη μετάφραση στα ελληνικά ενός άρθρου του Τσε Γκεβάρα, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πράσινη Ελιά», στις 26 Νοεμβρίου 1959, και αναφέρεται στην επίσκεψή του ως υπουργός εξωτερικών της κουβανέζικης επανάστασης στην πάλαι ποτέ Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.

Γιουγκοσλαβία, μια χώρα που παλεύει για τα ιδανικά της

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
26/11/1959

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα για μας χώρα απ’ όσες επισκεφτήκαμε, λόγω της ανάπτυξης της βιομηχανίας της από χαμηλή βάση, της τεχνικής της προόδου και των πολύπλοκων και ενδιαφερουσών κοινωνικών της σχέσεων ήταν η Γιουγκοσλαβία.

Η Γιουγκοσλαβία είναι μια χώρα που ορίζεται ως εξής: ένα πράγμα που περιβάλλεται από εφτά χώρες, με έξι δημοκρατίες, πέντε εθνότητες, τέσσερις γλώσσες, τρεις θρησκείες, δύο αλφάβητα, και το οποίο αποτελεί ένα κράτος. Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι κατ’ αρχήν μιλάμε για επτά μεθοριακές ενότητες. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας αποτελείται από έξι ενωμένες μεταξύ τους δημοκρατίες που έχουν μία και μοναδική κεντρική κυβέρνηση πρόεδρος της οποίας είναι ο στρατάρχης Τίτο. Σ’ αυτές τις έξι δημοκρατίες ανήκουν πέντε διαφορετικές εθνότητες, αν και οι διάφορες ιστορικές αλλαγές οδήγησαν στο γεγονός οι εθνότητες αυτές να μην αντιστοιχούν ακριβώς στα γεωγραφικά όρια που έχουν σήμερα, και, φυσικά, ο μεγάλος σκοπός της εθνικής ενότητας μείωσε τους ανταγωνισμούς και έδωσε έμφαση στις ομοιότητες. Στη χώρα μιλιούνται τέσσερις σλαβικές διάλεκτοι, που μοιάζουν αλλά δεν είναι ίδιες. Η ελληνορθόδοξη θρησκεία συνυπάρχει με την καθολική και την μουσουλμανική. Χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο αλλά και το κυριλλικό, που είναι παρόμοιο με το ρωσικό. Όλος αυτός ο πολύπλοκος μηχανισμός συντονίζεται από την κεντρική κυβέρνηση για την οποία μίλησα προηγουμένως και η οποία συγκροτείται από δύο κοινοβούλια που εκλέγουν απευθείας τον πρόεδρο.

Το ένα από τα δύο κοινοβούλια απαρτίζεται από καθορισμένο αριθμό αντιπροσώπων εκλεγμένων απευθείας από τον λαό. Το δεύτερο κοινοβούλιο απαρτίζεται από παράγοντες που συμμετέχουν στην παραγωγή και δεν εκπροσωπούνται όσοι δεν παίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτή. Συμμετέχουν δηλαδή μόνο εργάτες και αγρότες, εργαζόμενοι σε εργοστάσια και αγροτικούς συνεταιρισμούς, και όχι γραφειοκράτες ή ο στρατός, ούτε και ελεύθεροι επαγγελματίες.

Σε αντίθεση με αυτό που θα νόμιζε κανείς με μια πρώτη ματιά, σε μια χώρα που είναι απροκάλυπτα κομμουνιστική, αν και διατηρεί κάποια δικά της βασικά χαρακτηριστικά που της προσδίδουν εθνική ανεξαρτησία, η Γιουγκοσλαβία δεν έχει κολεκτιβοποιήσει πλήρως τη γη της, παρά μόνο σε ποσοστό 15%, στόχο που εμείς στην Κούβα θα πετύχουμε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτήν την αναβλητικότητα όσον αφορά την κολεκτιβοποίηση της γης, η οποία πραγματοποιείται αργά και βαθμιαία, μέσω της πειθούς προς τους αγρότες. Ο πιο σημαντικός λόγος είναι το βαθιά ατομικιστικό πνεύμα του αγρότη, κληρονόμου ενός κομματιού γης από τους προγόνους του, οι οποίοι άφηναν τον ιδρώτα τους σ’ αυτήν ίσως και για χιλιετίες. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αγρότες έχουν αποκτήσει σαφή ατομικιστική αντίληψη και μόνο μέσω της προβολής των τεράστιων πλεονεκτημάτων που προκύπτουν σταδιακά από την κολεκτιβοποίηση της γης μπορούν να πειστούν και να ακολουθήσουν ως κοινωνική τάξη το δρόμο της συλλογικής εργασίας.

Όλες οι κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις, είτε είναι αγροτικές είτε βιομηχανικές, διευθύνονται με βάση μια αρχή που αποκαλούν αυτοδιαχείριση. Υπό ένα κεντρικό σχέδιο, καθορισμένο με βάση τις δυνατότητές τους, αλλά όχι με βάση την ιδιαίτερη ανάπτυξή τους, οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους εντός της εθνικής αγοράς όπως συμβαίνει με τις ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις.

Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να ειπωθεί, ως μια γενική σκιαγράφηση, ότι η Γιουγκοσλαβία εφαρμόζει ένα ανταγωνιστικό καπιταλισμό με σοσιαλιστική διανομή των κερδών, δηλαδή, θεωρώντας κάθε επιχείρηση, όχι σαν ένα σύνολο από εργάτες αλλά σαν μια μονάδα, αυτή η επιχείρηση λειτουργεί περίπου όπως θα λειτουργούσε αντίστοιχα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, υπακούοντας στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης και υπεισερχόμενη σε μια άγρια διαμάχη για τις τιμές και την ποιότητα με τις άλλες επιχειρήσεις, εφαρμόζοντας αυτό που στην οικονομική επιστήμη αποκαλείται ελεύθερος ανταγωνισμός. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα κέρδη αυτής της επιχείρησης κατανέμονται όχι με δυσανάλογο τρόπο, όπως σε μια καπιταλιστική επιχείρηση, αλλά μεταξύ των υπαλλήλων και των εργατών σε μια μονάδα παραγωγής.

Το να κάνω ο ίδιος μια σαφή διάγνωση για αυτό το κοινωνικό μοντέλο, είναι πολύ παρακινδυνευμένο επειδή δεν έχω προσωπική γνώση για το αντίστοιχο μοντέλο που εφαρμόζεται στις ορθόδοξες κομμουνιστικές χώρες, όπως είναι αυτές του Συμφώνου της Βαρσοβίας στο οποίο η Γιουγκοσλαβία δεν συμμετέχει.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το γιουγκοσλαβικό πείραμα χρειάζεται να εξεταστεί με κριτική ματιά, και από όλες τις πλευρές. Προς δική μας εκμετάλλευση, χρειάζεται να εξάγουμε δύο μεγάλα διδάγματα: πρώτον, τη μεγάλη δυναμική ενός λαού να παράγει τον πλούτο του και δεύτερον, την ευκολία με την οποία αυτός ο λαός χρησιμοποιεί προς όφελός του τα επιτεύγματα της τεχνικής προόδου. Θα ήταν αναγκαίο να εξετάσουμε μια σειρά από επιλογές που θα μπορούσε να κάνει η Κούβα σήμερα, όπως για παράδειγμα, τη μη υπαγωγή της σε κάποιο στρατιωτικό σύμφωνο, μιλώντας φυσικά με γνώμονα την κουβανέζικη οπτική για τη λατινοαμερικάνικη πραγματικότητα του 1959.

Τα κέρδη μιας συνεταιριστικής επιχείρησης διανέμονται προς διάφορες κατευθύνσεις: ένα μέρος πηγαίνει στην πληρωμή των έξτρα αμοιβών, επιδομάτων και πριμ προς τους εργάτες, ένα άλλο στην κοινωνική πρόνοια, ένα τρίτο στην αποπληρωμή των δανείων που έχει δώσει η κυβέρνηση για την ανάπτυξη της επιχείρησης και ένα ακόμα σε φόρους γενικά. Οι Γιουγκοσλάβοι εργάτες είναι επικαρπωτές της επιχείρησης στην οποία εργάζονται αλλά όχι ιδιοκτήτες της, αν και αναλαμβάνουν οι ίδιοι την πληρωμή των οφειλών της επιχείρησης προς το κράτος, ή την κοινωνία όπως λένε. Το σύστημα αυτό, που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό με τη μία, είναι καλά συντονισμένο και δίνει άψογα αποτελέσματα όσον αφορά την εξασφάλιση μικρών ανέσεων για τον λαό, όπως ποικιλία ρούχων, τροφίμων και απολαύσεων, αν και δεν δείχνει, κατά τη γνώμη μου, την απαραίτητη επιμονή στην επίτευξη του μείζονος στόχου της εκβιομηχάνισης, ο οποίος, σε μια φτωχή χώρα σαν τη Γιουγκοσλαβία θα επιτυγχανόταν μέσω μεγαλύτερων θυσιών εκ μέρους του λαού, στερώντας του όλες αυτές τις μικρές ανέσεις που ανέφερα.

Η Γιουγκοσλαβία, η μόνη κομμουνιστική χώρα που έχουμε γνωρίσει, απολαμβάνει μεγάλη ελευθερία λόγου, μολονότι υπάρχει ένα μόνο κόμμα, το Κομμουνιστικό, και οι εφημερίδες, λογικά, ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές τις κυβέρνησης εντός συγκεκριμένων περιθωρίων συζήτησης και αντιπαράθεσης απόψεων. Ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία υπάρχει στις τέχνες, όπου δίπλα σε θαυμάσια ρεαλιστικά έργα, στη ζωγραφική για παράδειγμα, υπάρχουν ολόκληρες αίθουσες με έργα αντιπροσώπων των πιο πρόσφατων σχολών σύγχρονης τέχνης, για τις οποίες όμως δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη επειδή απλά, δεν τις καταλαβαίνω. Τα μηνύματα που προφανώς εκπέμπουν βρίσκονται έξω από την αντιληπτική μου ικανότητα.

Αυτή η ελευθερία λόγου φάνηκε όταν σε ένα φιλικό γεύμα, σε μία από τις δημοκρατίες που απαρτίζουν την ομοσπονδία, ρωτήθηκα τι γνώμη έχω για το γιουγκοσλαβικό σύστημα, για το οποίο μου είναι δύσκολο να εκφέρω γνώμη ακόμα και σήμερα, που έχω κατανοήσει λίγο περισσότερο το μηχανισμό του. Απάντησα ότι είναι απλώς πολύ ενδιαφέρον λόγω όλων αυτών που είδαμε εμείς, μια καπιταλιστική χώρα που βρίσκεται σε οικονομική ανάπτυξη και αγωνίζεται για την εθνική της απελευθέρωση, την εικόνα δηλαδή μιας κομμουνιστικής χώρας, με ένα κομμουνισμό που απομακρύνθηκε από τον ορθόδοξο όπως αυτός εκφράζεται στα κλασικά βιβλία και απέκτησε μια σειρά από δικά του εθνικά χαρακτηριστικά. Διατρέχει, είπα επίσης, κίνδυνο, επειδή ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων παραγωγής βασικών αγαθών θα μπορούσε πιθανά να φθείρει το σοσιαλιστικό πνεύμα. Αυτή ήταν η θέση που εξέφρασα εκείνη τη στιγμή εκθέτοντας παράλληλα ένα πρακτικό παράδειγμα από τους κινδύνους που θα μπορούσε να γεννήσει, κατά την γνώμη μου, το σύστημα, και για την οποία έλαβα τρεις διαφορετικές απαντήσεις. Ο διευθυντής μιας βιομηχανίας έδωσε τη δική του απάντηση, προφανώς από τη σκοπιά ενός επιχειρηματία, ο πρόεδρος των συνδικάτων εξέφρασε μια άλλη άποψη και ένας μέλος της κυβέρνησης μια τρίτη διαφορετική ιδέα. Επιπλέον, ακολούθησε μεταξύ τους έντονη συζήτηση στην οποία τα μέλη της κυβέρνησης και ο εκπρόσωπος των εργατών επιτέθηκαν στο διευθυντή της επιχείρησης. Με αφορμή αυτή την, μολονότι πολύ θεωρητική και δύσκολο να αναλυθεί, συζήτηση, είναι σημαντικό να πούμε ότι αποδυναμώνονται οι ισχυρισμοί του τύπου περί ολοκληρωτισμού των κομμουνιστικών χωρών. Μπορώ να επιβεβαιώσω, με την υπευθυνότητά μου ως επαναστάτης και την εμπειρία αυτών που είδα με τα ίδια μου τα μάτια, ότι στη Γιουγκοσλαβία υπάρχει ένα ευρύ φάσμα ελευθεριών, εντός βέβαια ενός συστήματος κυριαρχίας που επιβάλλει μια κοινωνική τάξη σε άλλες.

Ο στρατάρχης Τίτο μας εντυπωσίασε για διάφορους λόγους. Πρώτον, για την τεράστια απήχησή του στις λαϊκές μάζες, συγκρίσιμη μόνο με αυτή του Νάσερ στην Αίγυπτο και του δικού μας Φιντέλ. Δεύτερον, από την απλότητα ενός λαϊκού ηγέτη χωρίς αλαζονεία και με βαθύ αδελφικό πνεύμα. Τρίτον, από το γεγονός ότι είναι, μαζί με τους συμβούλους του και άλλα μέλη της κυβέρνησης, πολύ καλός γνώστης της κατάστασης στην Κούβα και των κινδύνων που διατρέχει η επανάστασή της. Πιστεύουμε πραγματικά ότι πρέπει να διευρύνουμε το εμπόριό μας με τη νεαρή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Φυσικά όχι μόνο με αυτή, αλλά με όλες τις χώρες του κόσμου, ωστόσο, με τη συγκεκριμένη χώρα που επισκεφτήκαμε μπορούμε να συνάψουμε εμπορικές συμφωνίες πουλώντας τους τη ζάχαρή μας και άλλα χρήσιμα για αυτούς προϊόντα, όπως ορυκτά, χυμούς φρούτων, ίσως ακόμα και τον καπνό μας, παρόλο που η Γιουγκοσλαβία είναι και η ίδια βασικός παραγωγός καπνού. Μπορούμε να αγοράσουμε από αυτούς μερικά βιομηχανικά προϊόντα στα οποία εξειδικεύονται, όπως βάρκες όλων των μεγεθών και χρήσεων, γεννήτριες ELTS όλων των ειδών και ορισμένα αγροτικά και βιομηχανικά μηχανήματα.

Δεν είδαμε στη Γιουγκοσλαβία, όπως είδαμε στην Ιαπωνία, βιομηχανικούς κολοσσούς ούτε υπερσύγχρονες εφαρμογές της υψηλής τεχνολογίας, αλλά είδαμε απτά επιτεύγματα, όπως σημαντικά έργα στο βιομηχανικό τομέα ενώ στον κοινωνικό τομέα γίναμε μάρτυρες ενός λαού ευχαριστημένου με τους κυβερνώντες του και την πορεία που ακολουθεί, που έχει αναπτύξει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις παραγωγικές του δυνάμεις και τις έχει θέσει στην υπηρεσία του και, κάτι που είναι επίσης σημαντικό, τρέφει τεράστια συμπάθεια στη χώρα μας. Συμπάθεια που γινόταν φανερή σε κάθε ευκαιρία, με το που κυκλοφορούσαμε στο δρόμο, με επευφημίες «Ζήτω η Κούβα», «Ζήτω ο Φιντέλ» και με εκδηλώσεις ιδιαίτερης αγαλλίασης και ενδιαφέροντος όπου μας υποδέχονταν και μας άκουγαν να περιγράφουμε τις εμπειρίες μας.

Στη Γιουγκοσλαβία, όπως και στην Κούβα, γεννήθηκε ένα νέο κοινωνικό σύστημα, ύστερα από ένα γιγαντιαίο ανταρτοπόλεμο ενάντια στην φοβερότερη, σκληρότερη και ταυτόχρονα καταστροφικότερη πολεμική μηχανή της εποχής. Σε αυτόν το μεγάλο αγώνα των πέντε χρόνων, η χώρα έχασε το ένα δέκατο του συνολικού πληθυσμού της που ήταν 16 εκατομμύρια, και απέκτησε ένα στρατό 800.000 ανδρών που, μέχρι και σήμερα, είναι πολύ ισχυρός. Τα πρώτα ψήγματα της λαϊκής κυβέρνησης της Γιουγκοσλαβίας εμφανίστηκαν στα βουνά της κατά τη διάρκεια του αντάρτικου και σε τέτοιες βάσεις διατηρείται αυτή μέχρι και σήμερα. Το παλιό, παρωχημένο σύστημα, καταστράφηκε με την εμβάθυνση της επανάστασης και ο λαός της έμαθε με την ισχύ των όπλων και τη δύναμη της ενότητάς του να παλεύει αποφασισμένος για τα ιδανικά του.